.
Εισαγωγή
.
Πολλοί καταναλωτές αγοράζουν ένα προϊόν με μόνο κριτήριο τη φθηνή τιμή. Αν ανήκετε σ’ αυτούς επιτρέψετε να διαφωνήσω. Η λογική του πιο φθηνού, για τα τρόφιμα τουλάχιστον, οδηγεί στη «βιομηχανική» γεωργία των γενετικά τροποποιημένων και των διοξινών. Επειδή λοιπόν θέλω να λιπαίνω τα κύτταρα του οργανισμού μου με ό,τι καλύτερο διαθέτει η Φύση, διαλέγω το παρθένο ελαιόλαδο και παραβλέπω τα φθηνότερά του. Εδώ η συμβουλή είναι να ξεχάσετε τις παλιές γεύσεις, να καθαρίσετε το στόμα σας με μια φέτα πράσινο μήλο και να αφεθείτε στην αναζήτηση των αρωμάτων και γεύσεων του ελαιόλαδου που δοκιμάζετε.
.
Ξεχάστε τα άχρωμα και άγευστα λάδια. Όσο πιο έντονα είναι τα μηνύματα που σας στέλνει ο ουρανίσκος σας, τόσο το καλύτερο! Σημαίνει ότι τα πολύτιμα συστατικά που υπάρχουν στον καρπό της ελιάς, ο άνθρωπος δεν τα κατέστρεψε, πέρασαν στον χυμό της, το ελαιόλαδο, και τώρα τραγουδούν στον ουρανίσκο σας. Το τρίτο κριτήριο είναι και το πιο σημαντικό. Ένα βιομηχανικό προϊόν, όπως τα αυτοκίνητα, μπορεί να παραχθεί σε οποιοδήποτε εργοστάσιο του κόσμου. Όμως ένα αγροτικό προϊόν είναι δεμένο με κάποιο συγκεκριμένο τόπο, με τους ανθρώπους του, με την ιστορία τους. Για να οριοθετηθεί και περιφρουρηθεί αυτή η ιδιαίτερη σχέση, έχουν κατοχυρωθεί τα αγροτικά προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ή Γεωγραφικής Ένδειξης.
.
Η πρώτη εικόνα του επισκέπτη της Λέσβου είναι ότι βρίσκεται στο «νησί με τους κόλπους των ελαιώνων» όπως γράφει και ο ποιητής για να περιγράψει τους ελαιώνες, που απλώνονται από την θάλασσα έως τις πλαγιές και τις κορφές των λόφων. Η Λέσβος, με την πρωτεύουσά της τη Μυτιλήνη είναι μια μικρή κουκίδα, δυσδιάκριτη στο χάρτη. Σύνορο που χωρίζει, αλλά και πόρτα που ενώνει δύο χώρες, δύο ηπείρους, δύο πολιτισμούς. Μέσα σε πολύ δύσκολες εποχές σφυρηλατήθηκε μια μακραίωνη σχέση ανθρώπου – ελιάς, που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος σκλάβωσε τον άλλο. Ο άνθρωπος με το μόχθο του ή η ελιά με τα πλούσια δώρα της;
.
Ελαιώνες, πολύ μεγαλύτερους και πλουσιότερους, θα βρούμε σε πολλά άλλα μέρη. Πουθενά όμως δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι έβαλαν τόσο μόχθο και η ελιά δεν τους αντάμειψε τόσο ανοιχτόκαρδα όσο στη Λέσβο, χαρίζοντας τους την επιβίωση, την ανεξαρτησία και τον πολιτισμό τους. Όταν το 1850 η Μεγάλη Καμάδα (παγετός) κατέστρεψε όλο τον ελαιώνα του νησιού, οι κάτοικοι δεν απαρνήθηκαν το δένδρο τους. Έφεραν και φύτεψαν νέες ανθεκτικές ποικιλίες, κουβάλησαν το χώμα με τα ζεμπίλια στον ώμο στις πλαγιές και τις βουνοκορφές, έχτισαν πέτρα – πέτρα τις αναβαθμίδες για να τα προστατέψουν. Έτσι δημιούργησαν ένα νέο ελαιώνα καλύτερο και δέκα φορές μεγαλύτερο. Μετά έχτισαν καινούργια ελαιοτριβεία με πανάκριβα μηχανήματα από την Αγγλία. Κι έτσι αυτό το λάδι – θησαυρός που παρήγαν, έφερε το χρήμα, που τους επέτρεψε να κρατήσουν ζωντανή τη μοίρα του νησιού τους κι ας ήταν υποταγμένοι τότε στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το φυλλάδιο «Το ελαιόλαδο της Λέσβου» του Βασίλη Ζαμπούνη, που εκδόθηκε από τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ) σε συνεργασία με το Επιμελητήριο Λέσβου.