Η ιστορία μας αρχίζει από τα πολύ παλιά χρόνια, τότε που όλα τα νησιά του Αιγαίου πελάγους ήταν διάσπαρτα με αγριελιές, το ίδιο γένος, το OLEA EUROPEA, που σήμερα καλλιεργούν οι ελαιοπαραγωγοί μας. Πρόσφατα ήρθαν στο φως από τη σκαπάνη των ερευνητών απολιθωμένα φύλλα ελιάς ηλικίας 50 έως 60 χιλιάδων χρόνων. Από τότε αρχίζει το έπος της ελαιοκαλλιέργειας και της προσπάθειας του ανθρώπου να κατανοήσει, να ημερώσει και αξιοποιήσει αυτό το θείο και πολύτιμο δένδρο. Μπορούμε να φαντασθούμε τους τότε προγόνους μας, ακόμη δεν ήξεραν τι σημαίνει η γεωργία. Αρκούνταν στο κυνήγι και στη συλλογή καρπών. Κάποια στιγμή οι μικρές σκουροπράσινες ελίτσες θα τράβηξαν την προσοχή τους. Παραμέρισαν τα αγκάθια κι άρχισαν να τις περιεργάζονται, να τις δοκιμάζουν. Χρειάστηκαν πολλές χιλιάδες χρόνια βασάνου και πείρας ώστε να φθάσει ο άνθρωπος να ημερώσει το δένδρο, να παίρνει τους καρπούς του και τον πολύτιμο χυμό τους, το ελαιόλαδο. Η επόμενη πολύ σημαντική μαρτυρία προέρχεται από μία αρχαιολόγο, που ανακαλύπτει στην περιοχή Θέρμη της Λέσβου ένα πρωτόγονο ελαιοτριβείο. Έχουμε φθάσει στην εποχή του χαλκού, 2800 – 2000 π.Χ. και το πρωτόγονο αυτό ελαιοτριβείο είναι μια πέτρινη ρηχή σκάφη, στην οποία άλεθαν τις ελιές. Η εξέλιξη παίρνει πια γρήγορους ρυθμούς. Οι κάτοικοι του νησιού, οι Αιολείς, είχαν μεταναστεύσει από την κεντρική Ελλάδα και είχαν την γεωργία ως κύρια απασχόληση. Τον 11ο π.Χ. αιώνα ιδρύουν την πρωτεύουσα Μυτιλήνη. Ιδίως μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα προοδεύουν και στο εμπόριο. Το άνοιγμα στον έξω κόσμο φέρνει πλούτο, νέες ιδέες, το δημοκρατικό πολίτευμα αντικαθιστά την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων. Η Λέσβος ακμάζει και στις τέχνες, τα γράμματα. Μέσα από το έργο της γνωστής ως δέκατης Μούσας, της Σαπφούς ( 6ος αιώνας π.Χ. ), αναγνωρίζουμε τις ιδέες της γυναικείας χειραφέτησης κι αφουγκραζόμαστε την ειδυλλιακή βουκολική ατμόσφαιρα του φυσικού τοπίου. Φυσικά, η ελιά έχει διαδοθεί και στον ελλαδικό χώρο, όπου λατρεύεται, στεφανώνει τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων. Λαγήνια με ελαιόλαδο είναι το βραβείο των Παναθηναϊκών αγώνων. Εκείνη την αρχαία εποχή το κρασί είναι το πιο φημισμένο προϊόν της Λέσβου, όμως η ελαιοκομία σταθερά αναπτύσσεται. Φύλλα ελιάς αποτυπώνονται στα νομίσματα της Μυτιλήνης και αργότερα την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ( 3ος αιώνας π.Χ. ) τα κτηματολόγια, χαραγμένα πάνω σε πέτρα, αναφέρουν περιουσίες ελαιώνων σε αναβαθμίδες ( πεζούλες, σέτια ), ακριβώς όπως και σήμερα! Τον 3ο αιώνα μ.Χ. οι ελαιώνες της Λέσβου υπολογίζονται σε 45 χιλιάδες στρέμματα. Μαζί με την καλλιέργεια προοδεύουν και οι τεχνικές έκθλιψης του ελαιοκάρπου. Πάμπολλα είναι τα ευρήματα από απομεινάρια ελαιόμυλων. Ποιοι όμως είναι οι μυστικοί δρόμοι που ενώνουν αυτούς τους αρχαίους ελαιόμυλους με τους χώρους λατρείας των επόμενων γενεών; Γιατί βρίσκουμε συνήθως τις πελεκημένες πέτρες των αρχαίων ελαιόμυλων σε ερειπωμένους περιβόλους εκκλησιών; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Ίσως η συμβολική φόρτιση της ελιάς φτάνει μέχρι την ταύτισή της με το θείο κατά τρόπο διαχρονικό, που διατηρείται ανεξάρτητα από την επικρατούσα θρησκεία (αρχαία ειδωλολατρία ή χριστιανική ορθοδοξία). Εκείνο όμως που γνωρίζουμε είναι ότι η τεχνική και τα μέσα άλεσης της ελιάς παρέμειναν ουσιαστικά αναλλοίωτα με το πέρασμα των αιώνων. Δύο είναι τα στάδια της επεξεργασίας. Το πρώτο είναι η άλεση των καρπών της ελιάς με κινητές πέτρες (μυλόπετρες) που γύριζαν πάνω σε σταθερή βάση. Οι μυλόπετρες, τα πρώτα χρόνια είχαν σχήμα φακού με την έξω επιφάνεια κυρτή και τη μέσα επίπεδη, περιστρέφονταν μέσα στο περιφερειακό αυλάκι της λεκάνης, από έναν ξύλινο άξονα με τη δύναμη ανθρώπων ή ζώων. Αργότερα οι μυλόπετρες άλλαξαν σχήμα σε κόλουρους κώνους και το 19ο αιώνα έγιναν κυλινδρικές. Το δεύτερο στάδιο επεξεργασίας, το πιεστήριο παρέμεινε το ίδιο από τη Μυκηναϊκή εποχή μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Ο αλεσμένος ελαιόκαρπος μπαίνει σε τρίχινους φακέλους ( τα τσουπιά ), που στοιβάζονται πάνω σε μια πέτρινη πλάκα ( ο ληνός ). Ένας ξύλινος κοχλίας ( αδράχτι ), που στηρίζεται σε ξύλινα δοκάρια, «βιδώνει» και πιέζει τα «τσουπιά», στα οποία οι εργάτες ρίχνουνε καυτό νερό, που μετά, με την καθίζηση ξεχωρίζει από το ελαιόλαδο. Τόσο απλά!
Έτσι φτάνουμε στη σημαδιακή ημερομηνία, 10 Ιανουαρίου 1850. Είχαν προηγηθεί επί 40 ημέρες βροχές και ζεστοί νοτιάδες. Οι ελιές ξεγελάστηκαν, νόμιζαν ότι ήρθε η άνοιξη. Ξαφνικά εκείνο το βράδυ, από τον ξάστερο ουρανό, έπεσε ο πάγος και το θανατικό. Το θερμόμετρο έπεσε απότομα στους -8°. Οι νοτισμένοι φλοιοί των ελαιοδέντρων δεν μπόρεσαν να αντισταθούν. Το κρύο εισχώρησε, οι ζεστοί χυμοί πάγωσαν κι έσκασαν. Ήταν η απόλυτη καταστροφή του ελαιώνα της Λέσβου. Όλα τα ζωντανά του νησιού ψόφησαν κι απόμειναν οι άνθρωποι ανήμποροι να αντιδράσουν στο κακό που τους βρήκε. Επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρχαν, μόνο ο δρόμος για την ξενιτιά, που ακολούθησαν οι περισσότεροι. Πήγαν σε νέες πατρίδες, δούλεψαν, πρόκοψαν. Δεν ξέχασαν το όμορφο νησί τους κι αργότερα με τις περιουσίες τους ξαναγύρισαν, σαν το πολύτιμο αίμα στις φλέβες του πληγωμένου νησιού. Οι άνθρωποι που έμειναν πίσω ρίχτηκαν στη δουλειά, πελέκησαν και έκοψαν τα καταστρεμμένα κούτσουρα. Σε πρόχειρα καμίνια έφτιαχναν κάρβουνα κι επί χρόνια τροφοδοτούσαν όλη τη Μεσόγειο και τα παράλια της Ρωσίας. Ήρθε η άνοιξη και τα λίγα δένδρα που επέζησαν πέταξαν τα πρώτα βλαστάρια. Όμως ο καρπός και το πολύτιμο λάδι του δεν υπήρχε. Τότε πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Η από την αρχή αναβίωση του ελαιώνα του νησιού. Έφεραν νέες ποικιλίες, την κολοβή, την αδραμυτιανή, που αντέχουν στο κρύο. Φυτεύτηκαν νέες εκτάσεις. Με τα χέρια και τα ζώα κουβαλήθηκε χώμα στις πλαγιές και στις κορφές των λόφων. Ήρθαν αρβανίτες, μάστορες της πέτρας κι έκτισαν νέα πεζούλια για να κρατηθεί το χώμα. Ο ελαιώνας δεκαπλασιάστηκε έφτασε τα 450 χιλιάδες στρέμματα με δένδρα νέα, όλο δύναμη και ζωντάνια. Η καταστροφή του 1850 έφερε την αναγέννηση κι ο άνθρωπος ξεπλήρωσε στην ελιά τα όσα επί τόσους αιώνες του είχε προσφέρει. Μια νέα εποχή άρχιζε.
Τις επόμενες δεκαετίες η οικονομία της Λέσβου απογειώνεται και το νησί γνωρίζει τη μεγαλύτερη κοινωνική, πολιτική και πνευματική πρόοδο. Πολλοί οι λόγοι και ευτυχείς οι συγκυρίες. Αν και το ένα τρίτο της γης παραμένει σε Τουρκικές ιδιοκτησίες, ωστόσο η καλλιέργεια είναι στα χέρια των Ελλήνων. Η υπέρογκη φορολογία, αντισταθμίζεται από τις αποδόσεις των νέων ελαιόδεντρων που είχαν φυτευτεί. Η τεχνολογική πρόοδος και οι μηχανές του ατμού φέρνουν την βιομηχανική ανάπτυξη. Οι παλιοί ελαιόμυλοι, που τους κινούσαν άνθρωποι και ζώα, αντικαθίστανται με γρήγορους ρυθμούς από σύγχρονα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, τις «μηχανές» όπως τις ονομάζουν. Η τεχνική έκθλιψης παραμένει η ίδια, όμως επιτυγχάνεται μεγάλη μείωση του απαιτούμενου χρόνου επεξεργασίας και οι αποδόσεις είναι πολύ καλύτερες. Τα υποπροϊόντα της ελιάς, ο πυρήνας, δίνει άφθονη και φθηνή καύσιμη ύλη. Χτίζονται νέα σύγχρονα εργοστάσια για την επεξεργασία των υποπροϊόντων, του πυρήνα και του σαπουνιού, που είναι διάσημο και περιζήτητο στις αγορές. Όλοι συναγωνίζονται ποιος θα φέρει τα καλύτερα μηχανήματα από την Αγγλία. Μαζί με τη βιομηχανία ακμάζει και το εμπόριο, που πενταπλασιάζεται μεταξύ 1850 και 1910. Το ελαιόλαδο και το σαπούνι αποτελούν την κινητήρια δύναμη και καλύπτουν περίπου το 70% των εξαγωγών. Mercante d’ Olio, Mercante d’ Oro. Το μεγαλύτερο μέρος του ελαιόλαδου κατευθύνεται στη Μασσαλία ( το 1/3 ) και στην Αγγλία ( το 1/4 ). Αργότερα με τη βελτίωση της τοπικής ακτοπλοΐας οι προορισμοί είναι η Κωνσταντινούπολη και άλλες κοντινές αγορές. Πάντοτε η Ρωσία απορροφούσε σημαντικές ποσότητες για το άναμα των καντηλιών των εκκλησιών. Το λιμάνι της Μυτιλήνης αναδεικνύεται σε μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο. Το Αιγαίο είναι μια θάλασσα που σφύζει από ζωή. Καθημερινά πηγαινοέρχονται Έλληνες και Τούρκοι ναυτικοί, εργάτες από την Μυτιλήνη στα απέναντι παράλια τ’ Αϊβαλί, αστοί έμποροι και βιομήχανοι. Η οικονομική άνθηση έφερε τη γενικότερη ευμάρεια. Ό,τι σώζεται από την εποχή εκείνη μαρτυρά την αρχοντιά των Μυτιληναίων, το λεπτό τους γούστο και την αγάπη τους για την τέχνη. Λόγω της εμπορικής εξωστρέφειας και των πολλών επιτυχημένων μεταναστών, η αστική κοινωνία του νησιού έχει έναν έντονο κοσμοπολιτισμό. Άλλωστε όλες οι αναπτυγμένες χώρες έχουν συστήσει υποπροξενεία στη Μυτιλήνη, που αποτελεί μικρογραφία Ευρωπαϊκής μητρόπολης. Με μόλις 17.000 κατοίκους είναι γεμάτη από αρχοντικά σπίτια επιπλωμένα με ό,τι καλύτερο μπορούσαν οι ιδιοκτήτες τους να εισάγουν από την Ευρώπη. Η πόλη έχει οκτώ εκκλησίες, ένα νοσοκομείο, τέσσερα σχολεία εκ των οποίων το ένα Γαλλικό, γυμνάσια, δύο θέατρα, δύο κινηματογράφους, λέσχες, σωματεία κ.λ.π. Κυκλοφορούν αυτοκίνητα, η πόλη φωτίζεται με αεριόφως, η αλληλογραφία εξυπηρετείται από τα ξένα ταχυδρομεία και τον τηλέγραφο. Έχει μεγάλα πολυτελή ξενοδοχεία και φημισμένα ιαματικά λουτρά. Εκδίδονται έξι εφημερίδες και δέκα περιοδικά, που δίνουν διέξοδο στις κοινωνικές και ιδεολογικές ανησυχίες. Αυτές εστιάζονται στην εθνική απελευθέρωση. Αίσθημα που σιγόκαιγε επί 450 χρόνια και εκδηλωνόταν σε κάθε ευκαιρία. Όπως π.χ. μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1867 οι Έλληνες κάτοικοι υποδέχονται το ελληνικό πολεμικό πλοίο Σαλαμίνα, που έφερε βοήθεια, με συγκινητικούς τρόπους: «Μύριους ας υποστώμεν σεισμούς, μύριους θανάτους, αλλά ας αξιωθώμεν να ίδωμεν την ημέρα της ενώσεως μας με την Ελλάδα». Ξένοι περιηγητές τον 19ο αιώνα αναφέρουν πως ο Ελληνικός πληθυσμός επαγρυπνούσε μη γίνουν αρχαιολογικές ανασκαφές μέχρι να προσαρτηθεί το νησί στην Ελλάδα. Ιδίως μετά την απαγωγή των γλυπτών της Περγάμου δεν άφησαν να γίνει ούτε μια φτυαριά! Το Νοέμβριο του 1912 σήμανε η μεγάλη ώρα της απελευθέρωσης της Λέσβου από τον Τουρκικό ζυγό και της ένωσής της με το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Όμως, όπως όλα τα ωραία πράγματα, έτσι και η χρυσή εποχή της Μυτιλήνης δεν κράτησε για πάντα. Το μεγάλο κτύπημα ήταν η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, που έφερε καραβάνια τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες. Ακολούθησε το οικονομικό κραχ του 1929 και ο Μεγάλος Πόλεμος. Άλλωστε η Λέσβος είχε σιγά σιγά περιθωριοποιηθεί σε μια μακρινή επαρχία του συγκεντρωτικού νεοελληνικού κράτους και της Αθήνας. Τις τραγικές τους ελλείψεις, ακόμα και σε βασικά είδη διατροφής, η Λέσβος υποχρεώθηκε να καλύψει με το ελαιόλαδό της, του οποίου, άλλοτε απαγορεύονταν οι εξαγωγές κι άλλοτε αποκτούσε ένα ανταγωνιστή μέσα στο ίδιο του το σπίτι με τις αθρόες εισαγωγές πάμφθηνων ή ακόμη και ως «δωρεάν βοήθεια» σπορέλαιων.
Ο συγγραφέας κάπου γράφει: «Πατρίδα είναι η ελιά που φρόντισες, που ανάστησες, με τα χέρια σου, για τα παιδιά σου. Για τη συνέχεια γενιάς, που φέρνει το όνομά σου. Ο ίδιος είσαι το λιόδεντρο». Αυτή τη βαθιά σχέση διαπιστώνει ο επισκέπτης παντού. Σήμερα η Λέσβος αναζητεί το δρόμο της σ’ ένα νέο πλαίσιο σχέσεων, που συνεχώς μεταβάλλονται και στις οποίες προσπαθεί να προσαρμοστεί. Ζει την εποχή της παγκοσμιοποίησης, του έντονου ανταγωνισμού, όμως οι δρόμοι που την συνδέουν με τις παραδοσιακές της αγορές, με την επιχειρησιακή της ενδοχώρα – Τουρκία, Ρωσία, Ρουμανία, Αίγυπτο – αυτοί οι δρόμοι δεν έχουν σήμερα ανοιχτές προσβάσεις. Γι’ αυτό και στη Μυτιλήνη έχουν πάψει να συνωστίζονται οι Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί κ.λ.π. υποπρόξενοι και επιχειρηματίες. Το λάδι της Λέσβου βρίσκεται κάτω από την προστατευτική ομπρέλα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως ο δρόμος του για την Νέα Υόρκη, τη Μελβούρνη ή το Τόκιο είναι μακρινός και δύσκολος. Το νησί συνεχίζει να είναι ένας μικρός κρυμμένος παράδεισος. Το τοπίο διατηρεί τη γλύκα που διαβάζουμε στα βιβλία των ξένων περιηγητών του 18ου αιώνα. Δεν έχει ευτυχώς υποστεί τον εκμοντερνισμό άλλων θέρετρων της Μεσογείου. Ο ελαιώνας, ασημοπράσινος, σοβαρός και συνάμα ανάλαφρα φιλικός, απλώνεται από κει που σβήνει το κύμα της θάλασσας μέχρι να συναντήσει το πεύκο του βουνού. Οι ελιές και οι αναβαθμίδες τους κρατούν ζωντανό όλο το οικοσύστημα. Αν εγκαταλειφθούν, τότε το βάθος του χώματος μειώνεται από 30 σε 5 cm, η φυτοκάλυψη από 47 σε 28% και τα είδη των φυτών από 12 σε 6. Οι κάτοικοι διατηρούν το χαρακτήρα της φίλης τους της ελιάς. Είναι ανοικτοί, φιλικοί, αξιοπρεπείς και ταυτόχρονα έτοιμοι για το ανάλαφρο χωρατό, με αιχμηρό χιούμορ κι ένα πνεύμα ελεύθερο πάντα σε αναζήτηση. Οι παραδόσεις είναι ζωντανές, μέσα στην καθημερινότητα κι όχι σαν φολκλόρ. Η ντόπια διάλεκτος, όχι μόνο σώζεται, αλλά χρησιμοποιείται και κάνει τη συζήτηση ένα χαρούμενο πανηγύρι. Ιδίως αν συνοδεύεται με λίγο ούζο και ντόπιους μεζέδες. Και τον έρωτα, με τη γλώσσα της ελιάς ο ποιητής εκφράζει: ” Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες “. Η θέση της γυναίκας παραμένει σεβαστή, στο πιο ψηλό σκαλί της κοινωνίας. Απολαμβάνει μιας ισότητας και ελευθερίας, που καμία σύγκριση δεν έχουν με τα πρότυπα ” της Ανατολής “. Αυτό αποτυπώνεται και στα πιο μικρά και καθημερινά. Το όνομα δεν συνοδεύεται από το πατρώνυμο, αλλά από της μάνας. Έτσι δεν μιλούν για το Στρατή του Χρήστου, αλλά για τον Στρατή της Ελένης! Άλλωστε και η ελιά στην ελληνική γλώσσα, γένους θηλυκού είναι! Η ελιά, συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί την κύρια συζήτηση κι απασχόληση όλων, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, το μόνιμο ερώτημα ” τι θα γίνει φέτος με το λάδι “. Η μέση παραγωγή ανέρχεται ετησίως περίπου στους 20 χιλιάδες τόνους, με έντονες όμως διακυμάνσεις λόγω των εναλλαγών καλών και κακών αποδόσεων. Τα 11 εκατομμύρια ελαιόδεντρα καλύπτουν 450 χιλιάδες στρέμματα. Δηλαδή το 79% της καλλιεργημένης γης και το 28% της συνολικής έκτασης του νησιού. Αυτά τα 11 εκατομμύρια δένδρα αντιστοιχούν σε 87.000 κατοίκους, δηλαδή 126 ελαιόδεντρα ανά κάτοικο! Είναι μακράν όλων των υπολοίπων, το μεγαλύτερο ποσοστό στον κόσμο. 9,5 δένδρα ανά κάτοικο είναι ο μ.ο. της Ελλάδας, 3,0 της Ιταλίας και 5,4 της Ισπανίας. Δεν υπάρχει Μυτιληνιός, οποιοδήποτε επάγγελμα και να κάνει, που να μην έχει τις ελιές του, έστω για το λάδι της οικογένειας και των παιδιών, που σπουδάζουν ή παντρεύτηκαν στην Αθήνα. Να λοιπόν, ένα μεγάλο πρόβλημα. Η μετανάστευση, η αιμορραγία του νησιού από τους νέους του. Ο πληθυσμός από 120.000 στη δεκαετία του 1950, σήμερα έχει μειωθεί σε λιγότερους από 90.000. Το άλλο χαρακτηριστικό του ελαιώνα είναι ότι ο μισός περίπου βρίσκεται σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Η προσέγγιση είναι δύσκολη, συχνά μόνο με ζώα, οι εργασίες δύσκολες και ο κόπος τεράστιος. Οι συνθήκες της ελαιοσυλλογής διατηρούνται αναλλοίωτες, χειρωνακτικές και μια μικρή βοήθεια μόνο προσφέρουν τα φορητά, ελαιοραβδιστικά μηχανήματα. Τι σημαίνουν αυτά; Ότι το ελαιόλαδο που παράγεται έχει όλα τα πλεονεκτήματα του όσο το δυνατόν πιο ” φυσικού ” και ” καθαρού ” αγροτικού προϊόντος, αλλά με ένα κόστος υψηλότερο σε σύγκριση με ελαιώνες απλωμένους σε χιλιάδες εκτάρια επιπέδου κάμπου, που επιτρέπει και τη ” βιομηχανοποιημένη ” εκμετάλλευσή τους. Αυτό επιβεβαιώνεται αν π.χ. μετρήσουμε τα λιπάσματα που χρησιμοποιούνται. Το άζωτο ανά ρίζα δεν υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια, ποσότητα ελάχιστη σε σύγκριση με τα όσα αλλού συναντάμε. Αντίστοιχη είναι και η κατάσταση με τα φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα κ.λ.π. Άλλο χαρακτηριστικό, που συντείνει στην καλή ποιότητα είναι ο συνδυασμός μεγάλου αριθμού σύγχρονων ελαιοτριβείων με τον επίσης πολύ μεγάλο αριθμό μικροκαλλιεργητών. Αυτό έχει ως συνέπεια πρώτον ο καρπός να αλέθεται αμέσως και δεύτερον ότι ο ιδιοκτήτης των ελιών, ο καλλιεργητής, είναι παρών στην έκθλιψη και παρακολουθεί κάθε λεπτομέρεια της διαδικασίας, επιβλέποντας τελικά την καλή ποιότητα του ελαιόλαδου του. Η αποθήκευση σε βαρέλια έχει εκλείψει οριστικά. Από εκεί το ελαιόλαδο διοχετεύεται με βυτία, είτε στις μονάδες τυποποίησης του νησιού είτε μέσω μεσιτών και εμπόρων προς τις τυποποιητικές μονάδες της υπόλοιπης Ελλάδας και προς εξαγωγή κυρίως στην Ιταλία, αλλά και στην Ισπανία τα τελευταία χρόνια. Αναμφισβήτητα, η έννοια και ο σκοπός καθιέρωσης των προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ή Γεωγραφικής – Ένδειξης ( Π.Γ.Ε ) δεν θα μπορούσε να βρει πιο ταιριαστή περίπτωση εφαρμογής από ότι στη Λέσβο. Πράγματι το παρθένο ελαιόλαδο της Λέσβου έχει επίσημα αναγνωρισθεί με τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1107/96 ως Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης. Εδώ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παρθένου ελαιόλαδου προσδιορίζονται τόσο από τις φυσικές συνθήκες εδάφους, κλίματος, ποικιλιών ελιάς, όσο και κυρίως από την επέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα. Σε μια αξεδιάλυτη ενότητα, που παρακολουθήσαμε πως εξελίχθηκε και αποτυπώνει ο συγγραφέας: “Απ’ τους βασανισμένους κορμούς των ελιών, ξεπετιέται η ιστορία του νησιού μας. Οι ελιές είναι φορτωμένες με δικές μας, ανθρώπινες φωνές “. Για μας τους τρίτους, γνώστες και μακρινούς μέτοχους, αυτή η ιστορία έχει τη σημασία που θέλει να δώσει ο ποιητής:
«Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις
Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντιλο
Το ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση»
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το φυλλάδιο «Το ελαιόλαδο της Λέσβου» του Βασίλη Ζαμπούνη, που εκδόθηκε από τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ) σε συνεργασία με το Επιμελητήριο Λέσβου.